- φούχτιασμα
- το набирание пригоршнями, горстями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φούχτιασμα — φούχτιασμα, το και χούφτιασμα, το, ατος φούχτωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούχτιασμα — το, Ν [φουχτιάζω] βλ. χούφτιασμα … Dictionary of Greek
χούφτιασμα — και φούχτιασμα, το, Ν [χουφτιάζω / φουχτιάζω] χούφτωμα … Dictionary of Greek
χούφτιασμα — χούφτιασμα, το και φούχτιασμα, το, ατος το άρπαγμα με τη χούφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)